Δρ Γεώργιος Ίμβριος MD, PhD

Γενικός Χειρουργός 

Χειρουργός Ήπατος – Χοληφόρων – Παγκρέατος

Χειρουργός Μεταμοσχεύσεων

Εξειδικευμένη Γενική και Ογκολογική χειρουργική
σε ειδικές ομάδες της κοινότητας

Χειρουργική αντιμετώπιση των ασθενών
με μεταμόσχευση νεφρού

Η μεταμόσχευση νεφρού είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης  της νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου. Σε σύγκριση με την αιμοκάθαρση (Τεχνητός Νεφρός) ή τις περιτοναϊκές πλύσεις (CAPD), η μεταμόσχευση προσφέρει καλύτερη επιβίωση και ποιότητα ζωής στους ασθενείς.

Καθώς τα αποτελέσματα μετά τη μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων συνεχίζουν να βελτιώνονται, αυξάνεται καθημερινά ο αριθμός των ληπτών που  χρειάζονται χειρουργική αντιμετώπιση που δεν σχετίζεται με πάθηση στο μεταμοσχευμένο όργανο. Η αντιμετώπιση αυτή αφορά είτε μία προγραμματισμένη εγχείρηση είτε μία επείγουσα χειρουργική επέμβαση.

Οι αναισθησιολόγοι και οι χειρουργοί που δεν εργάζονται σε κέντρα μεταμοσχεύσεων, συναντούν συχνά ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού  που χρειάζονται κάποια χειρουργική επέμβαση. Πολλές από τις αρχές της προεγχειρητικής και περιεγχειρητικής  αντιμετώπισης είναι ίδιες σε μεταμοσχευμένους και σε μη μεταμοσχευμένους ασθενείς. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σημαντικές διαφορές.

Η προεγχειρητική αξιολόγηση των ασθενών με μεταμόσχευση οργάνου για χειρουργική επέμβαση που δεν σχετίζεται με αυτή καθεαυτή την μεταμόσχευση, θα πρέπει να επικεντρώνεται στη λειτουργία του μεταμοσχευμένου οργάνου, στη λειτουργία άλλων οργάνων που επηρεάζονται από την ανοσοκαταστολή, στις λοιμώξεις και στις ενδείξεις πιθανής απόρριψης. Η απόρριψη και η λοίμωξη, χωριστά ή σε συνδυασμό, είναι οι σοβαρότερες επιπλοκές της χειρουργικής επέμβασης σε ασθενείς με μεταμοσχευμένο όργανο, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας σε αυτούς τους ασθενείς. Η παρουσία απόρριψης πρέπει πάντα να αποκλείεται προεγχειρητικά. Ωστόσο η μείωση της δόσης των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων κατά την περιεγχειρητική περίοδο μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο απόρριψης. 

Η αξιολόγηση του ιστορικού του ασθενούς, η φυσική εξέταση και οι εργαστηριακές εξετάσεις είναι απαραίτητες για την αρχική εκτίμηση του περιεγχειρητικού κινδύνου. Οι γενικές χειρουργικές εκτιμήσεις στον λήπτη νεφρικού μοσχεύματος περιλαμβάνουν την ανοσοκαταστολή (με προεξάρχοντως των γλυκοκορτικοειδών), την αντιβιοτική προφύλαξη  και την επούλωση των εγχειρητικών τραυμάτων (αναστομώσεων, τομής δέρματος κ.λ.π.). Ασθενείς με γνωστή ή πιθανή καρδιακή νόσο θα πρέπει να αξιολογούνται για τον  βαθμό κινδύνου σε σχέση με την βαρύτητα της επέμβασης που πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Για παράδειγμα ένα  μείζον ζήτημα μεταξύ των ληπτών νεφρικών μοσχευμάτων που υποβάλλονται σε μη καρδιοχειρουργική επέμβαση, είναι η πιθανή παρουσία σημαντικού βαθμού στεφανιαίας νόσου.

Η αναισθησιολογική αντιμετώπιση στις επεμβάσεις γενικής χειρουργικής μπορεί να είναι σύνθετη. Ο/η αναισθησιολόγος πρέπει να γνωρίζει την ανοσοκατασταλτική αγωγή που ακολουθεί ο μεταμοσχευμένος ασθενής επειδή τα  ανοσοκατασταλτικά φάρμακα μπορούν να τροποποιήσουν τις φαρμακολογικές ιδιότητες πολλών αναισθησιολογικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη διαχείριση της αναισθησίας. Απαραίτητο επίσης είναι η εκτίμηση της λειτουργικής ικανότητας του νεφρικού μοσχεύματος αλλά και των άλλων οργάνων όπως π.χ. των πνευμόνων.

Στους ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού μπορεί να χρησιμοποιηθεί  το σύνολο των μεθόδων αναισθησίας, είτε πρόκειται για γενική αναισθησία είτε περιοχική.  Η επιλογή της   αναισθησίας εξαρτάται από το είδος της χειρουργικής επέμβασης και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Κύρια επιδίωξη είναι η διατήρηση ικανοποιητικής αιμάτωσης του νεφρικού μοσχεύματος μέσω της διατήρησης επαρκούς ενδοαγγειακού όγκου. Μία συνήθης μέθοδος είναι η παρακολούθηση της κεντρικής φλεβικής πίεσης αλλά ο φλεβικός καθετήρας πρέπει να τοποθετείται με αυστηρά άσηπτες τεχνικές.

Στις επείγουσες περιπτώσεις όπως σε οξεία κοιλία, τραυματισμούς κ.λ.π., η επιλογή του είδους της αναισθησίας είναι σχεδόν μονόδρομος και αφορά την γενική ενδοτράχειο αναισθησία. Σε περίπτωση που η χειρουργική επέμβαση μπορεί να προγραμματιστεί, δίνεται επαρκής χρόνος για να εκτιμηθεί η γενική κατάσταση του ασθενούς, η λειτουργία του μοσχεύματος, η βαρύτητα της χειρουργικής επέμβασης καθώς και η επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου αναισθησίας. 

Η διερεύνηση μίας πάθησης σε ασθενή με μεταμόσχευση νεφρού δεν διαφέρει από αυτή που διενεργείται σε έναν ασθενή χωρίς μεταμόσχευση. Ωστόσο θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία με χορήγηση ιωδιούχου σκιαγραφικού είναι σημαντικό να ελέγχεται η νεφρική λειτουργία τουλάχιστον μετά από 48 ώρες και μετά από 1 μήνα. Επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι  σε ασθενείς με μειωμένη τη νεφρική λειτουργία του μοσχεύματος (eGRF < 30 ml/min/1,73m2) που λαμβάνουν σκιαγραφικά με βάση το γαδολίνιο για την διενέργεια Μαγνητικής Τομογραφίας, υπάρχει κίνδυνος νεφρογενούς συστηματικής ίνωσης (NSF) για την οποία επί του παρόντος δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία.

Σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, η περιοχική αναισθησία (περιφερικός νευρικός αποκλεισμός και νευροαξονικός αποκλεισμός) μπορεί να είναι χρήσιμη και θα πρέπει να εξετάζεται προκειμένου να μειωθεί ο διεγχειρητικός κίνδυνος και να γίνει δυνατή η διαχείριση του μετεγχειρητικού πόνου. Η μέθοδος αυτή προτιμάται από τα κέντρα μεταμοσχεύσεων, διότι παρέχει καλύτερη αιμάτωση του μοσχεύματος αν και υπάρχουν ενστάσεις που βασίζονται στη πιθανότητα λοίμωξης και άλλες επιπλοκές.

Οι ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού παρουσιάζουν ορισμένα ειδικά χειρουργικά προβλήματα. Η κλινική εικόνα της οξείας κοιλίας μπορεί να συγκαλύπτεται  λόγω της χορήγησης χρόνιας ανοσοκατασταλτικής θεραπείας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η νοσηρότητα και η θνησιμότητα μπορεί να είναι σημαντικές, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην ανοσοκαταστολή και σήψη. Επί παραδείγματι, η διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη σε έναν ασθενή με τον μεταμοσχευμένο νεφρό να βρίσκεται στο δεξιό κάτω τεταρτημόριο της κοιλίας. Αυτό συμβαίνει διότι το νεφρικό μόσχευμα μετατοπίζει προς τα άνω το τυφλό και συνεπώς την σκωληκοειδή απόφυση, με συνέπεια τα συμπτώματα και η κλινική εικόνα να μην παραπέμπουν σε οξεία σκωληκοειδίτιδα αλλά σε άλλη πάθηση της κοιλίας. 

Η χορήγηση αίματος  σε ασθενείς με μεταμόσχευση νεφρού πρέπει να γίνεται όπου είναι  απολύτως απαραίτητη λόγω του αυξημένου κινδύνου ευαισθητοποίησης. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο απόρριψης του νεφρικού μοσχεύματος. Ως ελάχιστο μέτρο πρόληψης συνιστάται η χορήγηση του αίματος να γίνεται με ειδικό φίλτρο λευκών και οροαρνητικό για τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV).

Οι ασθενείς με χρόνια ανοσοκαταστολή που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού θεωρητικά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν λοιμώξεις μετά από χειρουργικές, ενδοσκοπικές ή οδοντιατρικές επεμβάσεις. Η συνήθης αντιβιοτική προφύλαξη, είτε με κεφαλοσπορίνη πρώτης γενιάς είτε, στην περίπτωση οδοντιατρικών επεμβάσεων, με αμοξικιλλίνη από το στόμα, είναι συνήθως επαρκής στις περισσότερες περιπτώσεις.

Ωστόσο υπάρχει μία ιδιαιτερότητα καθώς  ορισμένες ομάδες αντιβιοτικών πρέπει να αποφεύγονται επειδή επιδρούν στα φαρμάκων της ανοσοκαταστολής αυξάνοντας τα επίπεδά τους στο αίμα. Έτσι για παράδειγμα, η  ερυθρομυκίνη και η κλαριθρομυκίνη   θα πρέπει να αποφεύγονται σε όσους λαμβάνουν κυκλοσπορίνη ή τακρόλιμους επειδή αυξάνουν τα επίπεδα τους.  Αυτό, με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε οξεία νεφρική βλάβη λόγω νεφροτοξικότητας. Αντιθέτως, η δοξυκυκλίνη, η κλινδαμυκίνη η σιπροφλοξασίνη κ.ά., μπορούν να χορηγηθούν, καθώς δεν μεταβάλλουν (σημαντικά) τα επίπεδα των προαναφερθέντων ανοσοκατασταλτικών.

Τα φάρμακα της ανοσοκαταστολής που χορηγούνται στον ασθενή με μεταμόσχευση πρέπει να προσαρμόζονται στις εγχειρητικές συνθήκες και στην κλινική μετεγχειρητική κατάσταση του ασθενούς. Η δόση των γλυκοκορτικοειδών (π.χ. Medrol) αναλόγως των συνθηκών μπορεί να μειωθεί, να διακοπεί ή να αποτελεί και το μόνο χορηγούμενο ανοσοκατασταλτικό.  Όσον αφορά τα υπόλοιπα φάρμακα της ανοσοκαταστολής είναι αναγκαίο η δοσολογία τους να προσαρμόζεται στη βαρύτητα της εγχείρησης, τον μετεγχειρητικό χρόνο που απαιτείται για την επούλωση των αναστομώσεων αλλά και την μόνιμα παρούσα πιθανότητα της απόρριψης. Να ληφθεί υπόψιν ότι ο χρόνος επούλωσης των χειρουργικών τραυμάτων (π.χ. των αναστομώσεων στο πεπτικό σωλήνα) είναι μεγαλύτερος έως και διπλάσιος από αυτό που απαιτείται σε μη ανοσοκατασταλμένο ασθενή.

Για την ανακούφιση από τον πόνο  για τους ασθενείς με μεταμόσχευση συνιστάται η χορήγηση παρακεταμόλης. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποιο οπιοειδές όπως η φαιντανύλη. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) είναι καλύτερο να αποφεύγονται διότι μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση απόρριψης του μοσχεύματος. 

Οι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος αποτελούν ειδική ομάδα της κοινότητας που απαιτεί εξατομικευμένη αντιμετώπιση που σχετίζεται με τον βαθμό της λειτουργίας του μοσχεύματος, την επίδραση της χρόνιας λήψης ανοσοκαταστολής καθώς και τον κίνδυνο απόρριψης του μοσχεύματος. Για την αντιμετώπιση αυτών των περιπτώσεων απαιτείται η συνεργασία νεφρολόγου, αναισθησιολόγου και χειρουργού ώστε να επιτευχθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα. 

Διευκρίνιση: Οι παραπάνω πληροφορίες αποτελούν σύντομη ενημέρωση  και κατ΄ουδένα τρόπο αποτελούν ιατρικές συμβουλές υποκατάστασης ειδικευμένου ιατρού.

Ο ιατρός και οι συνεργάτες αναλαμβάνουν την διερεύνηση, θεραπευτική αντιμετώπιση και παρακολούθηση των ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο και χειρουργική πάθηση.

Δρ Γεώργιος Ίμβριος MD, PhD

Γενικός Χειρουργός 

Χειρουργός Ήπατος-Χοληφόρων-Παγκρέατος

Χειρουργός Μεταμοσχεύσεων

Scroll to Top